- μαμμούθ
- και μαμούθ, το1. (παλαιοντ.) γένος και γενική κοινή ονομασία απολιθωμένων προβοσκιδωτών που έζησαν κατά το πλειστόκαινο σε ψυχρές περιοχές τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής2. καθετί που εντυπωσιάζει με το μέγεθός του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mammouth < ρωσ. mamont < γλώσσα μογγολική mamont «ζώο τού υπεδάφους»].
Dictionary of Greek. 2013.